δε

δε
(I)
δὲ (Α)
(δεικτικό εγκλιτικό μόριο)
1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε
προς το σπίτι, προς την πατρίδα
β. Ἐλευσίναδε
προς την Ελευσίνα)
2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε
προς τον γιο τού Πηλέως)
3. προτάσσεται η πρόθεση εἰς (ἐς) πλεοναστικά («ἐς ἅλαδε» — προς τη θάλασσα)
4. επισυνάπτεται σε ουσιαστικά για να δηλώσει σκοπό («μήτι φόβον δ' ἀγόρευε» — μη μιλάς για να μάς φοβίσεις)
5. επισυνάπτεται σε δεικτικές αντωνυμίες για επίταση (ὅδε, τοιόσδε, τοσόσδε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δεικτικό μόριο. Αρχικά τονιζόταν, αλλά προκειμένου να διαφοροποιηθεί από το δε (II) «αλλά» έγινε εγκλιτική λ. Τίθεται κυρίως μετά από αιτιατική πτώση και έχει τοπική σημασία (πρβλ. οίκον-δε, οίκα-δε, Αθήναζε < Αθήνασ-δε). Στον Όμηρο το -δε συνάπτεται σε ονόματα προσώπων (πρβλ. Πηλεϊωνάδε) αλλά και σε άλλες λέξεις (πρβλ. φόβον-δε, βουλυτόν-δε). Στη Μυκηναϊκή το μόριο -δε έχει τοπική σημασία μετά από ονομασίες τόπων. Ο τ. -δε πιθ. απαντά στο ό-δε με σημασία δεικτική, αλλά και στο δεύρο*
πρβλ. αβεστ. -da στη λ. vaēsm∂n-da «στο σπίτι», αρχ. σλαβ. do (IE *do), γερμ.-αγγλοσαξ. to (IE *do)].
————————
(II)
(AM δέ)
(μόριο με αντιθετική και αθροιστική κυρίως σημασία)
1. συνδέει λέξη ή πρόταση με προηγούμενή της με αντιθετική ή εναντιωματική σχέση («ο μεν... είναι ικανός, ο δε... ανίκανος», «νῡν μὲν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην»)
2. σε αφήγηση κάποιου νέου στοιχείου (χωρίς να προηγείται μεν) («όταν δε έφτασαν στην πόλη», «ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς»)
3. τοποθετείται μετά από χρονικούς, αιτιολογικούς, υποθετικούς συνδέσμους για να επιτείνει τη σημασία τους («επειδή δε...», «όταν δε...»)
αρχ.
1. δηλώνει στενότερη σύνδεση με τη λέξη που συνεκφέρεται («ὄζει ἴων, ὄζει δὲ ῥόδων» — μυρίζει μενεξέδες, μυρίζει και ρόδα»)
2. γρήγορη διαδοχή περιστατικών («ὡς ἔφατ' εὐχόμενος τοῡ δ' ἔκλυε Φοῑβος Ἀπόλλων» — έτσι είπε στην προσευχή του κι αμέσως τόν άκουσε ο Φοίβος Απόλλων)
3. χρησιμοποιείται σε επεξηγηματικές φράσεις (συνήθως παρενθετικές), όπως λ.χ. «ξυνέβησαν τὰ μακρὰ τείχη ἑλεῑν (ἦν δὲ σταδίων μάλιστα ὀκτώ)»
4. εισάγει ερώτηση που συνάπτεται στενά με τα προηγούμενα («καὶ ὁ Σωκράτης, εἰπέ μοι, ἔφη, κύνας δὲ τρέφεις;»)
5. χρησιμοποιείται με αιτιολογική σημασία («εὐνῇ δ' οὔποτ' ἔμικτο» — γιατί δεν έπεφτε στο κρεβάτι για έρωτα)
6. με βεβαιωτική σημασία μετά από δεικτική αντωνυμία («οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν» — έτσι βέβαια, έτσι ακριβώς είναι κι η γενιά των ανθρώπων)
7. τίθεται στην απόδοση υποθετικού λόγου («εἰ δὲ καὶ μὴ δώωσιν, ἐγὼ δὲ κεν αὐτὸς ἕλωμαι» — κι αν δε μού δώσουν, εν τοιαύτη περιπτώσει εγώ μόνος μου θα πάρω).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μόριο της Ελληνικής, με αντιθετική και αθροιστική κυρίως σημασία. Χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν ως ανταποδοτικό τού μεν, στο οποίο αντιτίθεται. Γενικότερα, δηλώνει κάτι νεώτερο ή διαφορετικό έναντι αυτού που ελέχθη προηγουμένως. Κανονικά τίθεται στη δεύτερη θέση τής προτάσεως στην οποία απαντά, συχνά συνδυάζεται με τα ου, μη και προηγείται τού γε. Το δε, γνωστό ήδη από τη Μυκηναϊκή και τον Όμηρο, είναι εύχρηστο καθ' όλη τη διάρκεια τής Ελληνικής μέχρι σήμερα, όπου εμφανίζεται στον γραπτό κυρίως λόγο. Εκτός τής Ελληνικής δεν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο σε άλλη ΙΕ γλώσσα είτε γιατί δεν εκφράζεται καθόλου, ως περιττό, είτε γιατί αντικαθίσταται από άλλες λέξεις τής ίδιας σημασίας (πρβλ. όμως, αλλά, εντούτοις, έναντι αυτού κ.λπ.). Η ετυμολογία του είναι αβέβαιη. Πιθ. προήλθε από βράχυνση (ή συστολή) τού δη*, αφενός μεν επειδή εξασθένησε η αρχική του σημασία, αφετέρου δε επειδή συμπροφερόταν με παρακείμενα στοιχεία στον γρήγορο λόγο].
————————
(III)
βλ. δεν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”